cínico - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

cínico - translation to Αγγλικά


cínico      
cynical
cynic
barefaced
impudent
cínico      
= cynical, sardonic, cynic.
Nota: Nombre.
Ex: It is among such populations that the cynical, evasive, or merely muddled schemes of economic development have produced the greatest social inequity and human suffering.
Ex: "That wouldn"t be my problem," Stanton said darting a sardonic glance at her antagonist.
Ex: Cynics may say that the words "information technology" simply represent an attempt to make respectable some commercially motivated developments in electronics.
cínico      
cynical

Ορισμός

cínico
cínico, -a (del lat. "cynicus", del gr. "kynikós")
1 adj. y n. Se aplica a los filósofos griegos de la escuela de Antístenes, de los que el más destacado es Diógenes.
2 Se aplica a la persona que comete actos vergonzosos, particularmente mentir, sin ocultarse y sin sentir vergüenza por ellos. Desvergonzado, impúdico, sinvergüenza. *Cinismo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cínico
1. Sin esa esperanza te vuelves cínico, malvado o loco.
2. No estoy siendo cínico, estoy siendo meramente realista.
3. "Sería un cínico si no dijese que me llevé una desilusión", ha confesado.
4. Bush Expectativas de un cínico turista apresurado por Roberto Pérez Betancourt, AIN * George W.
5. Dos de las principales escuelas son el realismo cínico y el pop político.